κολλητάς

κολλητάς
κολλητά̱ς , κολλητής
one who glues
masc acc pl
κολλητά̱ς , κολλητής
one who glues
masc nom sg (epic doric aeolic)
κολλητά̱ς , κολλητός
glued together
fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • σανίδα — η / σανίς, ίδος, ΝΜΑ μακρύ ορθογώνιο ξύλο αρκετού πλάτους και μικρού σχετικά πάχους, που προκύπτει από τον κατά μήκος πριονισμό κορμού δέντρου, κν. τάβλα νεοελλ. 1. μτφ. (για πρόσ., ιδίως για γυναίκα) πολύ λεπτός, πολύ αδύνατος 2. φρ. α) «σανίδα… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”